Κιμωλίας

Κιμωλίας
Κιμωλίᾱς , Κιμώλιος
Cimolian earth
fem acc pl
Κιμωλίᾱς , Κιμώλιος
Cimolian earth
fem gen sg (attic doric aeolic)
Κιμωλίᾱς , Κιμωλία
Cimolian earth
fem acc pl
Κιμωλίᾱς , Κιμωλία
Cimolian earth
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κίμωλος — I Νησί (35,71 τ. χλμ., 769 κάτ.) των Κυκλάδων. Παλαιότερα υπαγόταν διοικητικά στην επαρχία Μήλου· μετά το σχέδιο Καποδίστριας αποτελεί κοινότητα του νομού Κυκλάδων. Η Κ. έχει πεντάγωνο σχήμα και είναι άγονη. Η ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι το… …   Dictionary of Greek

  • ζαχαρόπετρα — η πέτρα που μοιάζει με ζάχαρη, είδος κιμωλίας …   Dictionary of Greek

  • κιμωλία — Εύθρυπτο και πορώδες ασβεστολιθικό πέτρωμα, λευκού χρώματος. Διακρίνεται από τους ασβεστόλιθους γιατί είναι χαλαρά συνδεδεμένο. Αποτελεί θαλάσσιο ίζημα, που συνήθως αποτίθεται σε μικρά βάθη (έως 100 μ.) και καλείται επίσης κρητίδα. Αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • κρητάριον — κρητάριον, τὸ (AM) μικρό τεμάχιο κιμωλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήτη «κιμωλία» + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον, πλοι άριον)] …   Dictionary of Greek

  • ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… …   Dictionary of Greek

  • παστέλ — το 1. είδος χρωματιστού μολυβιού ζωγραφικής από μίγμα λευκής κιμωλίας και χρώματος σε σκόνη 2. το είδος ζωγραφικής ή το σχέδιο που έχει φιλοτεχνηθεί με αυτό το μολύβι, η κρητιδογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pastel < ιταλ. pastello < pasta (βλ …   Dictionary of Greek

  • ακανθόμετρα — (acanthometron). Θαλάσσια πρωτόζωα που ανήκουν στην τάξη των ακτινοπόδων και ο οργανισμός τους περιβάλλεται από μια κάψα που δεν έχει πόρους και αποτελείται από ακανθίνη. Πρωτοεμφανίστηκαν στην κάμβριο περίοδο και πιθανώς τα μεγάλα αποθέματα… …   Dictionary of Greek

  • πορσελάνη — Σκληρότατο προϊόν της κεραμικής (η π. δεν χαράσσεται από χαλύβδινη αιχμή), αδιαπέραστο από το νερό, λευκό, ικανό ν’ αντισταθεί σε όλα τα χημικά αντιδραστήρια, εκτός από τα καυστικά αλκάλια και το υδροφθορικό οξύ. Η π. διακρίνεται σε σκληρή και σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”